αμαγκάνιστος

αμαγκάνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν κατεργάστηκε στο μάγκανο: Το μπαμπάκι ήταν αμαγκάνιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμάγκωτος — η, ο επίρρ. α 1. αμαγκάνιστος (βλ. λ.). 2. αυτός που δεν πιάστηκε σε παγίδα ή από τις καταδιωκτικές αρχές: Μ όλες τις παγίδες που του έστηναν, αυτός κατάφερνε να μένει αμάγκωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”